Σατᾶν — Σατάν adversary masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σατάν — adversary masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σατανᾶ — Σατάν adversary masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σατανᾶς — Σατάν adversary masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σατανάς — Τίτλος ελληνικών σατιρικών εφημερίδων της Ερμούπολης (1868), της Αθήνας (1871), της Κέρκυρας (1876), του Βόλου (1882), των Τρικάλων (1884), της Ζακύνθου (1895), της Μυτιλήνης (1911) και της Δράμας (1925). * * * ο / Σατάν, ΝΜΑ, και Σατᾱν ΜΑ εκκλ.… … Dictionary of Greek
AZAZEL — cuius mentio Levit. c. 16. v. 8. Iuliano Apostatae, Hebraeis, Valentinianis et Magis, daemon est. Unde Iulianus ex hoc loco Mosis conatus probare est, scripsisse hunc ὑπὲρ Α᾿ποτροπαίων, i. e. de Diis Averruncis, a Cyrillo docte refutatus in… … Hofmann J. Lexicon universale
διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… … Dictionary of Greek
σατάνειος — ἡ, Α ονομασία ενός είδους μουσμουλιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < Σατάν] … Dictionary of Greek
σατανικός — ή, ό / σατανικός, ή, όν, ΝΜΑ [Σατάν] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σατανά 2. διαβολικός, καταχθόνιος. επίρρ... σατανικώς / σατανικῶς, ΝΜΑ, και σατανικά Ν κατά τρόπο σατανικό … Dictionary of Greek
ՀԱԿԱՌԱԿ — (ի, աց կամ ից.) NBH 2 0006 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c ա. ἑναντίος, ἁντικείμενος contraius, adversarius, adversus, oppositus. Իբր Հակ առ հակ, կամ հակ առեալ. հակակայ. ներհակ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)